αμιλλητήρ

αμιλλητήρ
ἁμιλλητὴρ (-ῆρος), ο (Α)
αυτός που αμιλλάται, που συναγωνίζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. -τήρ.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀμιλλητήριος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἁμιλλητῆρα — ἁμιλλητήρ racing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμιλλητῆρας — ἁμιλλητήρ racing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμιλλητῆρες — ἁμιλλητήρ racing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμιλλητῆρι — ἁμιλλητήρ racing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμιλλητήριος — ἁμιλλητήριος, α, ον (AM) [ἁμιλλητήρ] αυτός που είναι σχετικός με την άμιλλα ή ρέπει προς την άμιλλα, ο αγωνιστικός 2. φιλόνικος, εριστικός …   Dictionary of Greek

  • αμιλλώμαι — ( άομαι) (Α αμιλλῶμαι) αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι νεοελλ. είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”